- συγκαταδύνω
- και συγκαταδύω Α [καταδύ(ν)ω]1. βυθίζομαι ή δύω μαζί με άλλον2. (αμτβ.) κάνω κάποιον να δύσει, οδηγώ κάποιον σε δύση3. μέσ. συγκαταδυομαιβουλιάζω, πνίγομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκαταδυόντων — συγκαταδύνω sink pres part act masc/neut gen pl συγκαταδύνω sink pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταδῦναι — συγκαταδύνω sink aor inf act συγκαταδύνω sink aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταδῦνον — συγκαταδύνω sink pres part act masc voc sg συγκαταδύνω sink pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταδύντα — συγκαταδύνω sink aor part act neut nom/voc/acc pl συγκαταδύνω sink aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταδυομένης — συγκαταδύνω sink pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταδυόμενα — συγκαταδύνω sink pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταδυόμενος — συγκαταδύνω sink pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταδύειν — συγκαταδύνω sink pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταδύεσθαι — συγκαταδύνω sink pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταδύεται — συγκαταδύνω sink pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)